νεοττιάν

νεοττιάν
νεοττιά̱ν , νεοσσιά
nest of young birds
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • CURRUCA — Graece ὑπολαῒς, avicula est, in cuius nido cuculus plerumque parit. Philosophus de cuculo, Histor. l. 6. c. 7. τἰκτει δὲ ἐπὶ τῇ τῆς ὑπολαΐδος νεοττεῖα, ἠδὲ ἐκλέπει καὶ ἐκτρέφει; unde est, quod Theophrastus, de Caus. plantar. l. 2. c. 24.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κιννάμωμο — και κινάμωμο, το (ΑΜ κιννάμωμον και κίνναμον, Α και κινάμωμον και κίναμον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια δαφνίδες από τα οποία πολλά είδη έχουν φλοιό και φύλλα αρωματικά 2. το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”